-
1 διεσπαρμένα
διασπείρωscatter: perf part mp neut nom /voc /acc plδιεσπαρμένᾱ, διασπείρωscatter: perf part mp fem nom /voc /acc dualδιεσπαρμένᾱ, διασπείρωscatter: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 διεσπαρμένας
διεσπαρμένᾱς, διασπείρωscatter: perf part mp fem acc plδιεσπαρμένᾱς, διασπείρωscatter: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
3 συν-οράω
συν-οράω (s. ὁράω), übersehen, ansehen, ἀλλήλους, Xen. An. 5, 2, 13; einsehen, erkennen, Isocr. 2, 7. 3, 17; τὸ μέγεϑος συνίδοι, 4, 120; συνεωρακέναι καὶ λελογίσϑαι παρ' ἑαυτῷ, Dem. 45, 68; εἰς μίαν ἰδέαν συνορῶντα ἄγειν τὰ πολλὰ διεσπαρμένα, Plat. Phaedr. 265 d; Folgde; συνιδὼν τὸν κίνδυνον, Plut. Them. 7; συνώφϑη, Pol. 6, 49, 6.
-
4 διασπειρω
(fut. διασπερῶ; pass.: aor. 2 διεσπάρην, pf. διέσπαρμαι)1) рассеивать, разбрасывать(δραχμὰς στρατιῇ Her.; τὰ διεσπαρμένα χωρὴς μέρη Arst.; ὅ ὄχλος διεσπείρετο Plut.)
πῶλοι διεσπάρησαν Soph. — кони разбежались в разные стороны2) сеять, распространять(λόγον Xen., Plut.)
οὗτος ὅ λόγος διέσπαρται κατὰ τέν πόλιν Lys. — такой слух распространился по городу3) расточать, растрачивать, проматывать(πατρῴαν κτῆσιν μάτην Soph.)
4) разъединять, разлучать(τινάς Her.)
ἄλλος ἄλλοσε διεσπάρη Plat. — они разошлись в разные стороны -
5 ιδεα
ион. ἰδέη (ῐ) ἥ [ἰδεῖν]1) внешний вид, внешность, наружность(ἥ ἰ. αὐτοῦ ὡς ἀστραπή NT.)
τέν ἰδέαν καλός Plat. — красивый на вид, красивой наружности;κοῖλα παντοδαπὰ καὴ τὰς ἰδέας καὴ τὰ μεγέθη Plat. — впадины, различные как по форме, так и по размерам;τὰ ὁρώμενα τῆς ἰδέας Plat. — по внешнему виду2) видимостьἡ τοῦ θήλεος ἰ. Arst. — женоподобие;
γνώμην ἐξαπατῶσ΄ ἰδέαι Anth. — видимость, вводящая в обман (досл. обманывающая разум)3) вид, род, тип, качество, сортφύλλα τοιῆσδε ἰδέης Her. — листья такого свойства;
τὸ φρέαρ τὸ παρέχεται τριφασίας ἰδέας Her. — колодец, который доставляет три категории (горнопромышленных продуктов);πᾶσα ἰ. θανάτου Thuc. — всякий вид смерти;πολλαὴ ἰδέαι πολέμων Thuc. — многие виды войн;ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν Δήμητρα θεὰν κελαδεῖν Arph. — прославлять богиню Деметру другим родом гимнов4) лог. род, класс, категория или видτὸ τῶν ἰχθύων γένος πολλὰς περιέχον ἰδέας Arst. — род рыб, содержащий много видов
5) способ, образ, формаἐφρόνεον διφασίας ἰδέας Her. — (эретрийцы) задумали два различных плана;
πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες Thuc. — испробовав все способы;τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ Thuc. — таким же образом;τίς ἰ. βουλήματος ; Arph. — что за затея?6) филос. идея, общее свойство, начало, основание, принципμίᾳ ἰδέᾳ τὰ ὅσια (sc. ἐστίν) Plat. — праведные поступки являются праведными в силу единого (общего им) начала;
εἰς μίαν τέν ἰδέαν ἄγειν τὰ πολλαχῆ διεσπαρμένα Plat. — к единому началу сводить там и сям рассеянные элементы;μίαν ἰδέαν διὰ πολλῶν διαισθάνεσθαι Plat. — распознавать единое начало во многих вещах7) ( в идеалистической философии) идея, первообраз, идеальное начало (общий образ сущего, постигаемый умом)ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰ. Plat. — идея блага;
οἱ τὰς ἰδέας αἰτίας τιθέμενοι Arst. — устанавливающие в качестве причин (эмпирического мира) идеи, т.е. представители идеалистической философии -
6 ξυνοραω
(τὰ διεσπαρμένα Plat.)
συνεώρων ἀλλήλους Xen. — они видели друг друга, т.е. были на виду друг у друга;δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τέν ἀρχέν καὴ τὸ τέλος Arst. — (эпопея не должна быть чрезмерно длинна), чтобы можно было одновременно видеть начало и конец;πάντα ταῦτα συνιδόντες Dem. — имея в виду все это вместе взятое; -
7 συνοραω
(τὰ διεσπαρμένα Plat.)
συνεώρων ἀλλήλους Xen. — они видели друг друга, т.е. были на виду друг у друга;δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τέν ἀρχέν καὴ τὸ τέλος Arst. — (эпопея не должна быть чрезмерно длинна), чтобы можно было одновременно видеть начало и конец;πάντα ταῦτα συνιδόντες Dem. — имея в виду все это вместе взятое; -
8 διεσπαρμέναι
διασπείρωscatter: perf part mp fem nom /voc plδιεσπαρμένᾱͅ, διασπείρωscatter: perf part mp fem dat sg (doric aeolic) -
9 συνοράω
A to be able to see, have within the range of one's vision,πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους X.An.4.1.11
, cf. 5.2.13, Arr.An.5.11.2; θυρεὸν.. οὗ τὴν ἐπιγραφὴν οὐκ ἦν συνιδεῖν the inscription on which it was impossible to make out, Inscr.Délos 1417 A i 23 (ii B.C.);εἵ τις μὴ συνορῴη τὸ γινόμενον ἀλλὰ διὰ τῆς ἀκοῆς μόνον κρίνοι Artemo
ap.Ath.14.637e;συνιδόντες [τὸν στόλον].. ἀνήγοντο Plb.1.23.3
, cf. 1.28.7, 3.66.3, PRein.18.17 (ii B.C.), LXX 2 Ma.15.21, al., Plu.2.940d:—[voice] Pass.,δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος Arist.Po. 1459b19
.II see, comprehend,ταῦτα πάντα Pl.Lg. 904b
, D.1.28;τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα Pl.Phdr. 265d
, cf. Lg. 965b;πράγματα συνιδεῖν ἱκανός Memn. 3.2
; δεινὴ φύσιν μικρῶν παιδίων συνιδεῖν εὐπρεπῆ clever at picking out or detecting.., D.59.18;νόμοι.. ῥᾴδιοι συνιδεῖν Isoc.12.144
;ἡ τῶν δημοσίων γραμμάτων φυλακὴ.. ἀπέδωκε τῷ δήμῳ, ὁπόταν βούληται, συνιδεῖν τοὺς πάλαι μὲν πονηρούς, ἐκ μεταβολῆς δ' ἀξιοῦντας εἶναι χρηστούς Aeschin.3.75
;οὐδεὶς ἐφ' αὑτοῦ τὰ κακὰ συνορᾷ,.. ἑτέρου δ' ἀσχημονοῦντος ὄψεται Men.631
;ὀρθῶς συνεώρακε τὸ ἀγνόημα Hipparch. 2.3.20
;τὸ πλῆθος τῶν τόνων συνιδεῖν Ptol.Harm.2.9
; συνιδεῖν ἦν τῷ προσέχοντι τὸν νοῦν [ἡ ἀρχὴ] ἰσχυρὰ οὖσα, i.e. one might see that it was.., X.An.1.5.9;εἰ μέλλοι τις τὰ διαφέροντα καθαρίως ἐν [τῇ Ῥωμαίων πολιτείᾳ] συνόψεσθαι Plb.6.3.4
;συνιδὼν.. ἰσχυρὸν ὑπάρχοντα.. τὸν ἀέρα Ph.Bel.77.17
; , cf. 635; μάχην οὗτος οὐ συνορᾷ he doesn't see any contradiction, Arr.Epict.1.5.8, cf. 2.19.1;τὴν κοινότητα συνορᾶν Plu.2.34c
, cf. 950d,977e, Cam.40;ὁ Κάλχας οὐ συνεῖδε τὸν καιρόν Id.2.29c
; τὸ αἴτιον ἐκ τῶν νῦν λεχθέντων ς. Arist.GA 772b11, cf. Plb.1.4.7; freq. in Epicur., Nat.28.11, al.;σ. περὶ τῶν ἀδήλων Ep.1p.5U.
;ἐκ τῶν λέξεων Nat.28.6
; ἐν τοῖς τοιούτοις ἀκροαταῖς οἳ οὐ δύνανται διὰ πολλῶν συνορᾶν οὐδὲ λογίζεσθαι πόρρωθεν cannot see an argument built up from many particulars, Arist.Rh. 1357a4;συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι.. D.45.68
;συνορᾶν ὅτι.. Isoc.5.56
, Epicur.Fr.53, Sor.1.46, Plu. 2.698e;ὡς.. Thphr.Sens.36
, Luc.JTr.42;χαλεπὸν συνιδεῖν εἰ.. Isoc.2.7
;σ. ποία πολιτεία ἀρίστη Arist.EN 1181b21
;πότερον.. Id.Ph. 241b32
:—[voice] Pass., οὔπω συνῶπται ἱκανῶς has not yet been sufficiently observed, Id.GA 762a34, cf. HA 580a20;ἐκ τούτου πρῶτον συνοφθῆναι τὴν δύναμιν Thphr.HP9.10.2
.2 pay attention to, see to a thing, ; πρὸς τοὺς χρόνους τῆς ὥρης.. συνορῆν, ὅκως.. ib.4.3 [tense] aor. part. συνιδών, having become aware of, Act.Ap.12.12; συνιδόντες κατέφυγον ib.14.6.III resolve, c. inf., Lyd.Mag.3.26, Cod.Just.1.4.29.8; συνορῶ τέως ἐν ταυτότητι μεῖναι τὰς ῥύσεις I desire that.., POxy.940.2 v A.D.); decide judicially, PMonac.1.20, 6.55, al. (vi A.D.);ἐὰν συνίδῃ δεόμενον τὸ πρᾶγμα ζητήσεως Cod.Just.4.20.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοράω
См. также в других словарях:
διεσπαρμένα — διασπείρω scatter perf part mp neut nom/voc/acc pl διεσπαρμένᾱ , διασπείρω scatter perf part mp fem nom/voc/acc dual διεσπαρμένᾱ , διασπείρω scatter perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεσπαρμένας — διεσπαρμένᾱς , διασπείρω scatter perf part mp fem acc pl διεσπαρμένᾱς , διασπείρω scatter perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Федр диалог Платона — один из лучших в художественном и философском отношении диалогов Платона, признаваемый подлинным по единогласному приговору как древности, так и современной науки. В новейшей платоновской критике спорили лишь о времени его написания: одни ставили … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Федр, диалог Платона — один из лучших в художественном и философском отношении диалогов Платона, признаваемый подлинным по единогласному приговору как древности, так и современной науки. В новейшей платоновской критике спорили лишь о времени его написания: одни ставили … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λυόφιλος — η, ο χημ. χαρακτηρισμός τών κολλοειδών συστημάτων τών οποίων τα διεσπαρμένα τεμαχίδια παρουσιάζουν υψηλή τάση προσρόφησης τών μορίων τού υγρού μέσου διασποράς, με αποτέλεσμα τα τεμαχίδια να διογκώνονται και με τον τρόπο αυτό να αυξάνουν το ιξώδες … Dictionary of Greek
λυόφοβος — η, ο χημ. χαρακτηρισμός τών κολλοειδών συστημάτων τών οποίων τα διεσπαρμένα τεμαχίδια απωθούν … Dictionary of Greek
μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… … Dictionary of Greek
περισυλλέγω — ΝΑ 1. συλλέγω, μαζεύω κάτι από παντού 2. συγκεντρώνω και διαφυλάσσω πράγματα διεσπαρμένα ή εγκαταλελειμμένα που κινδυνεύουν να χαθούν νεοελλ. μτφ. αναλαμβάνω κάποιον υπό την προστασία μου, παρέχω άσυλο, περιμαζεύω («τόν περισυνέλεξαν από τους… … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
υδρόφοβος — η, ο / ὑδρόφοβος, ον, ΝΑ αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, που πάσχει από υδροφοβία νεοελλ. χημ. α) (για χημ. είδος) αυτός που έχει την τάση να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες») β) (για λυόφοβο κολλοειδές σύστημα) αυτός που… … Dictionary of Greek
ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… … Dictionary of Greek